Παρασκευή 24 Ιουνίου 2011

H ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ!

ΠΛΗΡΗΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΔΙΚΑΣΙΜΟΣ: 20.01.2011
ΠΙΝΑΚΙΟ: 06
ΔΙΑΣΚΕΨΗ: 14.4.2011
ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΥΣΑ:...
ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΗ: «ΟΠΑΠ ΑΕ»

ΣΚΕΠΤΙΚΟ ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑΣ

Ι. Με την απόφαση 34/2007 της Α’ Τακτικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, παραπέμφθηκε,...

όπως προαναφέρθηκε, στην Πλήρη Ολομέλεια σύμφωνα με τα άρθρα 563 § 2 του ΚΠολΔ και 23 παρ. 2 ε. γ’ και δ’ του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων (Ν. 1756/1988), όπως το δεύτερο τροποποιήθηκε με το άρθρο 16 παρ. 1 του Ν. 2331/1995 ο μοναδικός λόγος κατά το άρθρο 560 αριθ. 1 του ΚΠολΔ (κατ’ εκτίμηση του αναιρετηρίου) για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 5763/2002 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που δίκασε ως Εφετείο, γιατί κρίθηκε ότι τίθενται γενικότερου ενδιαφέροντος ζητήματα: «Εάν είναι επιτρεπτή στο πλαίσιο εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920, σε συνδυασμό με τα άρθρα 281, 671 του ΑΚ και 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, κατά τον ορθό εκ μέρους του ουσιαστικού Δικαστηρίου χαρακτηρισμό της όλης έννομης σχέσης παροχής εργασίας εξαρτημένης, η αναγνώριση κυρίως ή παρεμπιπτόντως του πραγματικού χαρακτήρα της ίδιας έννομης σχέσης ως αορίστου χρόνου, όταν πρόκειται για συνεχείς – διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου που κάλυπταν καθ’ όλο το ένδικο διάστημα πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες και η συμφωνημένη κάθε φορά ορισμένη διάρκεια μεταβαλλόταν από το νόμο ή από τον κανονισμό λειτουργίας του εργοδότη – αναιρεσιβλήτου που έχει ισχύ νόμου».

ΙΙ. Η παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, που προβλέπεται ως λόγος αναίρεσης από τη διάταξη του άρθρου 560 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, είναι δυνατό να έχει ως περιεχόμενο, πλην άλλων την αιτίαση ότι η αγωγή, επί της οποίας έκρινε σε δεύτερο βαθμό το δικαστήριο, που εξέδωσε την προσβαλλομένη τελεσίδικη απόφαση, απορρίφθηκε ως μη νόμιμη, ενώ θα έπρεπε να γίνει το αντίθετο, σύμφωνα με το συγκεκριμένο κανόνα δικαίου (ουσιαστικού), που κατά το αναιρετήριο παραβιάσθηκε (ΟλΑΠ 28/1995). Η παράβαση δε του νόμου με την προαναφερθείσα έννοια κρίνεται κατ’ αρχή σε σχέση με το δίκαιο που ίσχυε κατά το χρόνο που εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη τελεσίδικη απόφαση, με την προϋπόθεση όμως ότι το δίκαιο αυτό στη συγκεκριμένη περίπτωση επιτρεπτά ρυθμίζει την επίδικη έννομη σχέση όταν ανάγεται στο παρελθόν. Εξάλλου η φύση της σύμβαση ή της δικαιοπραξίας δεν εξαρτάται από το χαρακτηρισμό που δίνουν σ’ αυτή οι δικαιοπρακτούντες ή ο νόμος, γιατί ο χαρακτηρισμός αυτός αποτελεί έργο του δικαστηρίου της ουσίας κατά την άσκηση της δικαιοδοτικής λειτουργίας του, όπως οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 3 και 87 παρ. 2 του ισχύοντος Συντάγματος, το οποίο αξιολογώντας τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής εφόσον στη συνέχεια προκύψουν και κατά την αποδεικτική διαδικασία, προσδίδει τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό στη σύμβαση, κρίση που στη συνέχεια ελέγχεται αναιρετικά στο πλαίσιο εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 559 ή 560 αριθ. 1 του ΚΠολΔ. Η δυνατότητα του ορθού χαρακτηρισμού από το δικαστήριο της έννομης σχέσης ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου σύμβασης εργασίας, δεν αποκλείεται στις εργασιακές σχέσεις του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα (ΟλΑΠ 18/2006 και 19/2007, η δεύτερη καθόσον αφορά μόνο το μέχρι την 17.4.2001 χρονικό διάστημα και όχι το μεταγενέστερο που άρχισαν να ισχύουν οι προστεθείσες παράγραφοι 7 και 8 του Συντάγματος) αλλά ούτε και από εσωτερικό κανονισμό της υπηρεσίας του εργοδότη είτε ανήκει στον δημόσιο ή στον ιδιωτικό τομέα, ακόμα και εάν ο κανονισμός αυτός έχει αποκτήσει ισχύ νόμου. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 533 παρ. 2 του ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εφαρμόζει το νόμο που ίσχυε όταν δημοσιεύθηκε η πρωτόδικη απόφαση, προκύπτει ότι του δευτεροβάθμιο δικαστήριο προκειμένου να κρίνει την ορθότητα της εκκληθείσας πρωτόδικης απόφασης, εφαρμόζει το νόμο που ίσχυε κατά το χρόνο της δημοσίευσης της πρωτόδικης απόφασης, και όχι τον ισχύοντα κατά την κατ’ έφεση δίκη νεώτερο νόμο, εκτός εάν με αυτόν ορίζεται διαφορετικά ως προς την αναδρομική έναρξη της ισχύος του (ΟλΑΠ 30/1998). Από τις διατάξεις όμως των άρθρων 533 παρ. 2, 535 παρ. 1 και 536 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κρίνοντας βάσιμο κάποιο λόγο έφεσης εξαφανίσει την πρωτόδικη οριστική απόφαση και προβεί στην εκδίκαση της υπόθεσης «κατ’ ουσίαν», υποχρεούται να εφαρμόσει για τη διάγνωση της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο δημοσίευσης της απόφασής του είτε έχει αναδρομική δύναμη (ΟλΑΠ 654/1984), είτε δεν έχει αναδρομική δύναμη, εφόσον όμως στην τελευταία περίπτωση καταλαμβάνει (χρονικά) την επίδικη έννομη σχέση. Αλλά και στην περίπτωση που η αγωγή έγινε δεκτή από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως νομικά και ουσιαστικά βάσιμη, και το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο κατ’ αποδοχή αντίστοιχου λόγου έφεσης του εναγομένου έκρινε ότι η αγωγή ήταν νομικά αβάσιμη, με βάση επίσης το νόμο που ίσχυε κατά το χρόνο δημοσίευσης της πρωτόδικης απόφασης (και δεν μεσολάβησε άλλος νεώτερος νόμος με αναδρομική εφαρμογή), όταν στη συνέχεια το Εφετείο προβεί στην κατ’ άρθρο 535 του ΚΠολΔ εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, το κατά το ίδιο άρθρο 535 ΚΠολΔ στάδιο της «κατ’ ουσίαν» εκδίκασης της υπόθεσης, δεν εξικνείται περαιτέρω επεκτατικά, πέραν της απόρριψης της αγωγής ως νομικά αβάσιμης, με βάση το αμέσως προηγηθέν πόρισμά του της παραδοχής του λόγου της έφεσης και με βάση τις ίδιες διατάξεις που κρίθηκε το βάσιμο του ίδιου λόγου, και όχι με την παράλληλη εφαρμογή άλλων νεώτερων διατάξεων που δεν έχουν αναδρομική ισχύ αλλά και δεν καταλαμβάνουν χρονικά την επίδικη έννομη σχέση.

Περαιτέρω ο αναιρεσίβλητος Οργανισμός Προγνωστικών Αγώνων Ποδοσφαίρου (ΟΠΑΠ), που ιδρύθηκε με το Β.Δ. από 20/29-12-1958 (άρθρο 1, 3 και 5), εκδοθέν κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν.Δ. 3865/1958, δυνάμει του Π.Δ. 228/1999 μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρεία, η οποία κατά το άρθρο 1 παρ. 1 αυτού λειτουργεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας διεπόμενη από τις διατάξεις του Ν. 2414/1996 «Εκσυγχρονισμός των Δημοσίων Επιχειρήσεων και Οργανισμών και άλλες διατάξεις» και τον Κ.Ν. 2190/1920 «περί ανωνύμων εταιρειών», όπως έχουν τροποποιηθεί και ισχύουν, επί πλέον δε από το άρθρο 5 παρ. 1 του καταστατικού της προβλέπεται ότι οι μετοχές της εταιρείας θα εκδοθούν στο όνομα του Ελληνικού Δημοσίου και συνεπώς ανήκει στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Ο ΟΠΑΠ διέπεται από Εσωτερικό Κανονισμό Οργάνωσης, Διάρθρωσης και Λειτουργίας των Υπηρεσιών του, ο οποίος εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρο 3 παρ. 10 του ΑΝ 127/1967, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ΝΔ 391/1974, εγκρίθηκε με την 2084/1986 απόφαση του Υπ. Πολιτισμού και δημοσιεύθηκε (ΦΕΚ Β’ 770/31-10-1986) και συνεπώς έχει ισχύ νόμου. Κατά τον Κανονισμό αυτό το προσωπικό του ΟΠΑΠ συνδέεται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου και διακρίνεται σε τακτικό, έκτακτο και ευκαιριακά απασχολούμενο (το άρθρο 13). Τακτικό είναι το προσωπικό που προσλαμβάνεται για την πλήρωση των προβλεπομένων οργανικών θέσεων (άρθρων 14) και του οποίου η σύμβαση είναι ορισμένου χρόνου (άρθρο 48 παρ. 1α’). Έκτακτο είναι το προσωπικό που προσλαμβάνεται με σύμβαση ορισμένου χρόνου αναλόγως των εκάστοτε παρουσιαζομένων εποχιακών ή έκτακτων αναγκών,. Ευκαιριακά απασχολούμενο είναι το προσωπικό που προσλαμβάνεται με σύμβαση μιας ημέρας για τις ανάγκες της καταμέτρησης και διαλογής του δελτίου ή σε παρεμφερείς εργασίες στις ημέρες που διεξάγονται οι διαγωνισμοί του ΠΡΟ-ΠΟ. Η πρόσληψη του έκτακτου προσωπικού γίνεται από τον Οργανισμό με επιλογή και αξιολόγηση των κατατεθέντων στοιχείων καθενός με απόφαση του Συντονιστή Διευθυντή και οριστικοποείται με την υπογραφή της σχετικής σύμβασης εργασίας από το ενδιαφερόμενο μέρος (άρθρο 17 παρ. 2 και 3). Η πρόσληψη του ευκαιριακά απασχολούμενου προσωπικού για την κάλυψη αναγκών του Οργανισμού κατά τις ημέρες διεξαγωγής των διαγωνισμών, γίνεται με πάγια απόφαση του Δ.Σ. και η τελική επιλογή του γίνεται από τον Συντονιστή Διευθυντή, χωρίς να χρειάζεται η υπογραφή σύμβασης εργασίας (άρθρ. 17 παρ.4). Εξάλλου ανεξάρτητα από την επακολουθήσασα υπ’ αριθμ. 1999/70 Οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που δημοσιεύθηκε στις 10.7.1999 στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, και η ισχύς της άρχισε σύμφωνα με το άρθρο 2 αυτής στις 10.7.2001, ενσωματώθηκε δε στην Ελληνική έννομη τάξη στις 2.4.2003 με το ΠΔ 81/2003,στην Ελληνική έννομη τάξη η διασφάλιση των εργαζομένων από την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων τους, δια της προσχηματικής επιλογής της συμβάσεως ορισμένου αντί αορίστου χρόνου, αντιμετωπιζόταν με το άρθρο 8 παρ. 3 Ν. 2112/1920, σε συνδυασμό με τα άρθρα 281, 671 ΑΚ, 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, που εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις συμβάσεων ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή «οι διατάξεις του νόμου αυτού ………. διατάξεων του παρόντος νόμου». Κατά την παγιωθείσα στη νομολογία και τη θεωρία ερμηνεία της εν λόγω διάταξης, ενώ αυτή αναφέρεται στην προστασία των εργαζομένων από τη μη τήρηση από τον εργοδότη, των τυπικών όρων που επιβάλλει κατά την απόλυση ο Ν. 2112/1920, αξιοποιήθηκε γενικότερα για τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ως ορισμένης ή αόριστης χρονικής διάρκειας, με πληρέστερη μάλιστα προστασία έναντι εκείνης της μεταγενέστερης ως άνω κοινοτικής Οδηγίας, εφόσον πρόκειται για διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου που καλύπτουν πραγματικά ανάγκες της υπηρεσίας πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες. Τούτο δε, λαμβανομένων υπόψη ότι ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός ορισμένης σχέσης, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε και που δεν αφορά μόνο το χαρακτηρισμό της ως εξαρτημένης ή ανεξάρτητης εργασίας ή έργου αλλά και το χαρακτηρισμό της ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου, αποτελεί κατ’ εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων, ανεξάρτητα από τον εκ του νόμου ή τον έχοντα ισχύ νόμου κανονισμό χαρακτηρισμό της συμβατικής σχέσης ως ορισμένου χρόνου (ΑΕΔ 3/2001, ΑΠ Ολ 6/2001). Ενόψει όλων των ανωτέρω, αν η πρόσληψη του προσωπικού του ΟΠΑΠ με ορισμένου χρόνου διαδοχικές συμβάσεις μίας ημέρας σε εφαρμογή των προαναφερθεισών διατάξεων του εσωτερικού κανονισμού λειτουργίας των υπηρεσιών του έγινε προσχηματικά για την κάλυψη έκτακτων και απρόβλεπτων αναγκών, στην πραγματικότητα όμως για την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών, η άσκηση του διευθυντικού αυτού δικαιώματος ως εργοδότη εκ μέρους των οργάνων του γίνεται προς καταστρατήγηση των από το άρθρο 8 παρ. 1 του Ν. 2112/1920 δικαιωμάτων των εργαζομένων που απορρέουν από τις διατάξεις για την υποχρεωτική καταγγελία της υπαλληλικής σύμβασης ( με την έννοιά τους που προαναφέρθηκαν), κατά προφανή υπέρβαση από μέρους του εργοδότη των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του διευθυντικού αυτού δικαιώματος και ως εκ τούτου είναι καταχρηστική (άρθρο 281 ΑΚ).

Στην προκειμένη υπόθεση, όπως προκύπτει από το παρατιθέμενο στο αναιρετήριο περιεχόμενο της αγωγής της, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που δίκασε ως Εφετείο η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα εκθέτει ότι με σύμβαση εξηρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου είχε προσληφθεί ως καθαρίστρια από τον ΟΠΑΠ – ήδη ΟΠΑΠ ΑΕ, καθολική διάδοχό του – ότι από την πρόσληψή της (16-4-1991) και μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής της (22-1-1998) παρείχε τις υπηρεσίες της κατά πλήρες ωράριο εργασίας, με πενθήμερη απασχόληση από 5.30 έως 13.30 (νόμιμο ωράριο εργασίας), καλύπτοντας μόνιμες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου. Ότι η σύμβαση εργασίας της, δεν ήταν ορισμένου χρόνου και μάλιστα κάθε φορά μιας ημέρας όπως ισχυριζόταν ο εναγόμενος για τους λόγους ότι το χρονικό διάστημα της εργασιακής της σχέσης καλύπτει μόνιμες και διαρκής ανάγκες, όπως άλλωστε αρμόζει και στην ίδια τη φύση της εργασίας της και συνεχίζει να εργάζεται στο εναγόμενο όλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα αλλά και μέχρι σήμερα, χωρίς ποτέ να αποχωρήσει από την υπηρεσία της.

Ότι, οι επικαλούμενες από το εναγόμενο ως άνω συμβάσεις άλλως παρατάσεις ορισμένου χρόνου, τις οποίες αποκρούει ως τέτοιες, έγιναν προς καταστρατήγηση του Ν. 2112/1920 και των νόμων που υποχρεώνουν την τήρηση της ΣΣΕ, την καταβολή αδειών, επιδομάτων αδείας κ.λ.π, κατά προφανή υπέρβαση των αρχών της καθώς επίσης και του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού του δικαιώματος. Άρα όλες οι ανωτέρω συμβάσεις συνιστούν μια σύμβαση αορίστου χρόνου. Απέκρουσε δε, ως βλαπτική μεταβολή τον όρο εργασίας της, την οποία επιχείρησε ο ΟΠΑΠ και συνίστατο σε μείωση των ημερών εργασίας αρχικά από 5 σε 4 και στη συνέχεια από 4 σε 3 που αυτή δεν αποδέχτηκε. Ζήτησε δε με την αγωγή να υποχρεωθεί ο εναγόμενος ΟΠΑΠ που συνεχίζει να την απασχολεί επί 3 ημέρες την εβδομάδα μέχρι την άσκηση της αγωγής, να της καταβάλλει τις διαφορές αποδοχών του χρονικού διαστήματος από 01-10-1995 μέχρι 31-12-1997 όπου τις περιέκοψε, αφού παρεπιπτόντως αναγνωριστεί αναγκαίως ότι κατά το ίδιο ένδικο χρονικό διάστημα των ζητούμενων διαφορών η έννομη σχέση που τη συνδέει με το εναγόμενο ήταν αορίστου χρόνου, δεδομένου ότι σε προγενέστερο χρόνο άσκησε κατά του εναγομένου και την από 21-12-1995 αγωγή της, με την οποία ζητούσε να αναγνωριστεί ότι η σύμβαση που τη συνδέει με τον αναιρεσίβλητο εργοδότη, όπως εξελίχθηκε και λειτουργούσε καθ’ όλη τη διάρκεια της είναι παροχές εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Η ένδικη αγωγή συζητήθηκε σε πρώτο βαθμό από το Ειρηνοδικείο Αθηνών και εκδόθηκε την 22-05-1998 υπ’ αριθ. 788/1998 απόφαση που την έκρινε ως νόμιμη και βάσιμη κατ’ ουσία με βάση τις διατάξεις των άρθρων 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920, 281, 671 Α.Κ.

Κατά της απόφασης εκείνης ασκήθηκε έφεση εκ μέρους του αναιρεσιβλήτου και εκδόθηκε την 03-09-2002 υπ’ αριθ. 5763/2002 απόφαση του ως Εφετείου δικάσαντος Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία αυτό δέχθηκε αντίστοιχο λόγο της έφεσης ως προς την νομιμότητα της ένδικης αγωγής, κρίνοντες ότι η αγωγή δεν ήταν νομικά βάσιμη στο πλαίσιο εφαρμογής αποκλειστικά των ίδιων ως άνω διατάξεων, γιατί η «σύναψη της ένδικης σύμβασης ως ορισμένου χρόνου επιβάλλεται από τον κανονισμό οργανώσεως και λειτουργίας του εναγομένου που έχει ισχύ νόμου και δεν μπορεί κατά ακολουθία να θεωρηθεί ότι αποσκοπεί στην καταστρατήγηση των δικαιωμάτων της αναιρεσίουσας – ενάγουσας έστω και αν χρησιμοποιήθηκαν αυτές για την εκτέλεση εργασίας που εξυπηρετούσε μόνιμες λειτουργικές ανάγκες του εργοδότη».

Στη συνέχεια δε αφού δέχθηκε τον αντίστοιχο λόγο της έφεσης του αναιρεσίβλητου και εξαφάνισε την αντίθετη κρίνουσα πρωτόδικη απόφαση, απέρριψε την ένδικη αγωγή ως νομικά αβάσιμη χωρίς να προσφύγει (αφού δεν είχε κατά τα προαναφερθέντα και αντίστοιχη δυνατότητα) στις εκ των υστέρων και μετά κατά την 22-05-1998 έκδοση της πρωτόδικης απόφασης θεσπισθείσες διατάξεις της υπ’ αριθ. 1999/70 ΟΔΗΓΙΑΣ και την παρ. 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, αλλά και στις διατάξεις του νόμου 2190/1994 όπως ισχύουν μετά τον νόμο 2527/1997 και στην έκταση τους με τη θέσπιση της παρ. 7 του άρθρου 103 του Συντάγματος απέκτησαν από τις 18-04-2003 Συνταγματικό κύρος αφού δεν προκύπτει από αυτές η δυνατότητα ρύθμισης με αναδρομική ισχύ της ένδικης έννομης σχέσης εξοικιούμενες χρονικά κατά το αντικείμενο της το αργότερο μέχρι την 31-12-1997.

Η αγωγή αυτή σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν παραπάνω, σε συνδυασμό με τα χρονικά όρια που εκτείνονται οι ένδικες αγωγικές αξιώσεις ( μέχρι τις 31-12-1997), είναι νόμιμη, κατά τους ισχύοντες κατά το χρόνο δημοσίευσης ( 22-05-1998) της πρωτόδικης απόφασης κανόνες δικαίου με βάση τους οποίους κρίνεται η ορθότητα ή μη αυτής ήτοι του άρθρου 8 παρ. 3 του νόμου 2112/1920, σε συνδυασμό με άρθρα 281, 671 ΑΚ και 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος.

Διότι οι επίμαχες διαδοχικές σχέσεις ( λόγω μη έγκυρης κατάρτισης συμβάσεων) εργασίας της ενάγουσας, είχαν προσλάβει ήδη ενιαία κατά το χρόνο που εκτείνεται η ένδικη έννομη σχέση και το αντικείμενο της, το χαρακτήρα της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό εφόσον από τη φύση τους κάλυπταν μόνιμες και διαρκής ανάγκες του εναγόμενου, ο δε καθορισμός της ημερήσιας διάρκειας τους εξακολουθητικά δεν δικαιολογείται από τη φύση τους, αλλά τέθηκε προς καταστρατήγηση των δικαιωμάτων της ενάγουσας μισθωτή από τη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου και κατά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος του εναγομένου να ρυθμίζει τη διάρκεια εργασίας της με βάση τις σχετικές προβλέψεις και ρυθμίσεις του εσωτερικού κανονισμού του αναιρεσιβλήτου και ανεξάρτητα από τις ρυθμίσεις τις 1999/70 ΟΔΗΓΙΑΣ και των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, οι οποίες δεν έχουν στην προκειμένη περίπτωση εφαρμογή, παρότι η σχέση εργασίας της αναιρεσίουσας, όπως δεν αμφισβητείται από τον αναιρεσίβλητο, συνεχιζόταν ακόμη και ήταν ενεργός κατά την προαναφερθείσα έναρξη ισχύος της.

Συνεπώς το ουσιαστικό Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφαση του έκρινε ότι η ένδικη αγωγή δεν είναι νόμιμη, παραβίασε με την εσφαλμένη μη εφαρμογή τους της παραπάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 8 παρ. 3 του νόμου 2112/1920 και 281, 671 του ΑΚ και 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, που εφαρμόζονται στην προκειμένη περίπτωση. Επομένως κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας, αντίθετη προς την εισήγηση, ο μοναδικός κατά εκτίμηση από το άρθρο 560 αριθ. 1 του Κ.ΠΟΛ.Τ.ολ. Δ, λόγος είναι βάσιμος και η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να γίνει δεκτή, όπως και η υπέρ αυτής ασκηθήσες πρόσθετες παρεμβάσεις, στο μέτρο που στηρίζονται αποκλειστικά στη παραβίαση των ίδιων παραπάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, των άρθρων 8 παρ. 3 του νόμου 2112/1920 και 281, 671 του ΑΚ και 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος με την μη εφαρμογή τους.

ΤΟ ΣΚΕΠΤΙΚΟ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΤΟ ΔΕΙΤΕ ΣΤΑ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΛΙΝΚ ΤΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΩΝ ΓΡΑΦΕΙΩΝ:
http://www.perpataris.gr/?p=659
http://www.ergatiko.gr/news/print.php?id=1308842332&archive

http://stageedimotomea.blogspot.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου